περιειληφότα

περιειληφότα
περϊειληφότα , περιλαμβάνω
embrace
perf part act neut nom/voc/acc pl
περϊειληφότα , περιλαμβάνω
embrace
perf part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επιφυλλόκαρπος — η, ο (Α ἐπιφυλλόκαρπος, ον) (για φυτά) αυτός που οι καρποί του φυτρώνουν πάνω στα φύλλα («καὶ ἔνια καρποφόρα, μεταξὺ περιειληφότα τὸν καρπόν, ὥσπερ ἡ ἀλεξανδρεία δάφνη, ἐπιφυλλόκαρπος», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φύλλον + καρπός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”